- εύσκιος
- -ο (ΑΜ εὔσκιος, -ον)αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.)νεοελλ.(για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος»)αρχ.σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς κάτω ζωῆς καταβαίνει, τῆ ὑλικῇ τοῡ ἀνθρωπίνου σώματος φύσει συσκιαζόμενος» — κατεβαίνει ο Ιησούς στην κλίνη τού κάτω κόσμου, δυσδιάκριτος ως προς τη θεϊκή του υπόσταση, επειδή έριχνε επάνω του τη σκιά της η υλική φύση τού ανθρώπινου σώματος, Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκιος (< σκιά), πρβλ. ά-σκιος, βαθύ-σκιος].
Dictionary of Greek. 2013.